- απεγνωσμένος
- -η, -οεπίρρ. -α απελπισμένος, αυτός που γίνεται στην απόγνωση: Ο δικηγόρος του έκανε απεγνωσμένη προσπάθεια να τον σώσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απεγνωσμένος — η, ο (AM ἀπεγνωσμένος, η, ον) μτχ. παθ. πρκμ. του απογιγνώσκω … Dictionary of Greek
ἀπεγνωσμένος — ἀπογιγνώσκω depart from a judgement perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неначаѥмыи — (12) пр. 1.Неожиданный, внезапный: великаго призъваховѣ ѳеѡдора. ˫ако да тъ неначѧѥмы˫а бѣды измѣть. и коньць сп҃сению подасть. (ἀπροόπτου) ЖФСт XII, 151; ни неначаѥмыми же стр(с)тьми ѹмъ мѧтетьсѧ. КР 1284, 195г; приѡбретенье приими неначаему… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απογιγνώσκω — ἀπογιγνώσκω κ. απογινώσκω (Α) (νεοελλ., σε χρήση μόνο η μτχ. πρκμ. απεγνωσμένος, η, ο απελπισμένος, χωρίς ελπίδα επιτυχίας) βρίσκομαι σε απελπιστική θέση για κάτι αρχ. 1. παραιτούμαι από ένα σχέδιο, εγκαταλείπω τον σκοπό μου να πράξω κάτι 2.… … Dictionary of Greek
απονοούμαι — ἀπονοοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. χάνω τον νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ 2. βρίσκομαι σε απόγνωση, σε απελπισία II. η μετοχή πρκμ. απονενοημένος, η, ο (αρχ. μσν., ος, ον) απεγνωσμένος, απελπισμένος αρχ. πρόστυχος, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + νοούμαι,… … Dictionary of Greek
ψυχομαχία — ἡ, Α [ψυχομαχῶ] απεγνωσμένος αγώνας … Dictionary of Greek